- ἁλίβρεκτος
- ἁλί-βρεκτος, meerbenetzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλίβρεκτος — ον (Α ἁλίβρεκτος) ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω] … Dictionary of Greek
ἁλιβρέκτοιο — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιβρέκτοισιν — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιβρέκτου — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιβρέκτων — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιβρέκτῳ — ἁλίβρεκτος washed by the sea masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίβροχος — ἁλίβροχος, ον (Α) αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, αλίβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + βρέχω] … Dictionary of Greek
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek